πανοραμικός

πανοραμικός
-ή, -ό
αυτός που επιτρέπει να δούμε σε μεγάλη έκταση: Πανοραμικός φακός. Ουσ. πανοραμικότητα, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανοραμικός — ή, ό [πανόραμα] 1. αυτός που μοιάζει με πανόραμα ή αυτός που φαίνεται σαν σε πανόραμα (α. «πανοραμική θέα» β. «πανοραμική οθόνη») 2. (κατ επέκτ.) θεαματικός, αξιοθέατος, φαντασμαγορικός 3. φρ. «πανοραμική λήψη» κινημ. κινηματογραφική λήψη η οποία …   Dictionary of Greek

  • πανοραματικός — ή, ό πανοραμικός. επίρρ... πανοραματικώς και ά σαν σε πανόραμα, πανοραμικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανόραμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σ. Ν. Βασιλειάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”